ἀρχισυνάγωγος

ἀρχισυνάγωγος
начальник или глава синагоги.

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ἀρχισυνάγωγος" в других словарях:

  • ἀρχισυνάγωγος — ruler of a synagogue masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχισυνάγωγος — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… …   Dictionary of Greek

  • αρχισυναγωγός — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… …   Dictionary of Greek

  • ἀρχισυναγώγου — ἀρχισυνάγωγος ruler of a synagogue masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχισυναγώγους — ἀρχισυνάγωγος ruler of a synagogue masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχισυναγώγων — ἀρχισυνάγωγος ruler of a synagogue masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχισυναγώγῳ — ἀρχισυνάγωγος ruler of a synagogue masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχισυνάγωγοι — ἀρχισυνάγωγος ruler of a synagogue masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχισυνάγωγον — ἀρχισυνάγωγος ruler of a synagogue masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • архисинагог — старший раввин , русск. цслав. архисυнагогъ (Остром.), из греч. ἀρχισυνάγωγος …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»